Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δι' ἐλαχίστου

См. также в других словарях:

  • ἐλαχίστου — ἐλάχιστος smallest masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • Λίμπιγκ, Γιούστους φον- — (Justus von Liebig, Ντάρμστατ 1803 – Μόναχο 1873). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Ήταν γιος εμπόρου χημικών προϊόντων και έδειξε από νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για χημικά πειράματα. Το 1820 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης και το 1821… …   Dictionary of Greek

  • μελτέμια ή ετησίαι — Σταθεροί ανεμοι που πνέουν στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Είναι κυρίως του βόρειου τομέα (ΒΑ ΒΔ ή και Δ) και επικρατούν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά τη θερμή περίοδο, ιδίως την περίοδο Μαΐου Σεπτεμβρίου. Στις ελληνικές θάλασσες, τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • непослѣдьныи — (1*) пр. Не краткий, продолжительный: что ѹбо рекѹ. и ѡ онои въдрѹженѣи цьркъви. ѡ нѣи же рещи. и ˫авити дѣло мънѣ. и словѹ непослѣдьномѹ. (οὐκ ἐλαχίστου) ЖФСт XII, 44 об. Ср. послѣдьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Eftýchios Bitsákis — (en grec : Ευτύχιος Μπιτσάκης, né en Crète en 1927) est professeur de philosophie et d’histoire des sciences à l’Université de Jannina, professeur de physique théorique à l université d Athènes puis directeur de la revue Outopia. Il a été… …   Wikipédia en Français

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»